- συναρτώμαι
- συναρτώμαι, συναρτήθηκα, συναρτημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
συνηρτημένως — Α επίρρ. με επιδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρτημένος τού συναρτῶμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek